χρηματίζω

χρηματίζω
ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος]
μέσ. χρηματίζομαι
κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα
νεοελλ.
ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος»)
μσν.
1. καλώ, ονομάζω
2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή υπολογίζομαι («αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν... ἤρξαντο ἀπὸ πρώτης... τοῡ μηνός», Πασχ. Χρον.)
β) μεταβάλλω ή μεταβάλλομαι
3. αποκτώ προνόμιο
4. φρ. «χρηματίζω ἀντί τινος» — χρησιμεύω αντί για κάτι (Άνν. Κομν.)
μσν.-αρχ.
προσαγορεύομαι τιμητικά («διάδημα περιθέσθαι καὶ βασιλέα χρηματίζειν», Πολ.)
αρχ.
1. ασχολούμαι με εμπορικές υποθέσεις
2. (ενεργ. και μέσ.) διαπραγματεύομαι
3. ακούω και εκφέρω γνώμη, διεκπεραιώνω υποθέσεις («χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου, ὅ,τι χρὴ παθεῑν ἐκεῑνον», Αριστοτ.)
4. (για κριτή) εκφέρω κρίση
5. αποκρίνομαι, απαντώ μετά από σκέψη
6. (για θεό) i) εισακούω
ii) αποκαλύπτω το θέλημά μου
7. (για μαντείο) δίνω χρησμό
8. (γενικά) διατηρώ σχέσεις με κάποιον, σχετίζομαι
9. επηρεάζομαι από κάποιον
10. αστρολ. (για επίδραση τών άστρων) ασκούμαι
11. κινούμαι, οδηγούμαι από κάτι («καὶ μόλις ταῑς ἀνάγκαις χρηματίζοντες», Πλούτ.)
12. πληρώνω
13. καλούμαι, ονομάζομαι
14. μέσ. α) διεξάγω εμπορικές υποθέσεις ή διαπραγματεύσεις για προσωπικό μου όφελος
β) (με αιτ. προσ.) αποσπώ χρήματα από κάποιον με εξαναγκασμό
γ) ενεργώ χρηματιστικές εργασίες ως δανειστής ή ως τοκιστής χρημάτων ή ως τραπεζίτης
15. φρ. «χρηματίζομαι ἀπό [ή ἔκ] τινος» — κερδίζω χρήματα από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρηματίζω — negotiate pres subj act 1st sg χρηματίζω negotiate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζω — χρημάτισα, χρηματίστηκα 1. στην ενεργ. φωνή μόνο ο αόρ. είναι σε χρήση και σημαίνει άσκησα δημόσια υπηρεσία, υπήρξα: Χρημάτισε υπουργός στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 2. το μέσο, χρηματίζομαι σημαίνει κερδίζω χρήματα, δωροδοκούμαι: Αποδείχτηκε πως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεχρηματισμένα — χρηματίζω negotiate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζετε — χρηματίζω negotiate pres imperat act 2nd pl χρηματίζω negotiate pres ind act 2nd pl χρηματίζω negotiate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζῃ — χρηματίζω negotiate pres subj mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres ind mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίσουσι — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίσουσιν — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίσω — χρηματίζω negotiate aor subj act 1st sg χρηματίζω negotiate fut ind act 1st sg χρηματίζω negotiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχρηματίσθην — χρηματίζω negotiate plup ind mp 3rd dual χρηματίζω negotiate aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) χρηματίζω negotiate aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”